ἀναξίους

ἀναξίους
ἀνάξιος
unworthy
masc acc pl
ἀνάξιος
unworthy
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀναξίους — Ἀναξίης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • недостоиныи — (350) пр. 1. Недостойный, негодный, презренный, бесчестный: ˫Ако обрѣтохъ недостоинъ сы такъ даръ. ѥже ми сѧ поѹчѧти словесьмъ твоимъ дьнь и ношть. Изб 1076, 3 об.; г҃и простите мѧ грѣшьнаго и ѹбогаго и недостоинаго съгрѣшьша тебе аминъ. Мин 1095 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • κακιώνω — και κακιώνομαι [κακία] 1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα 2. παροιμ. α) «κάκιωσ ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • κακόξενος — κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.) 2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) *… …   Dictionary of Greek

  • κόρκορος — ο (Α κόρκορος) νεοελλ. είδος αγριολάχανου αρχ. 1. κόρχορος* («κᾆθ ἥψομεν τοῡ κορκόρου, κατασχίσαντες αὐτόν», Αριστοφ.) 2. παροιμ. «κόρκορος ἐν λαχάνοισι» για αναξίους που θέλουν να συγκαταλέγονται μεταξύ τών σπουδαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρχορος] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλάσσω — και μεταλλάζω (ΑM μεταλλάσσω, Α και μεταλλάττω, Μ μεταλλάζω) [αλλάσσω] 1. μεταβάλλω, επιφέρω αλλαγή, μετατρέπω, τροποποιώ («τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι», Σοφ.) 2. υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι, αλλάζω («όλα τα πλούτη κι αφεντιές… …   Dictionary of Greek

  • πεδότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + τριψ, βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… …   Dictionary of Greek

  • στιχοπλόκος — ο, ΝΜ νεοελλ. (με ειρωνική σημ.) ποιητής που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, ασήμαντος ποιητής μσν. αυτός που πλέκει στίχους, στιχουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”